- μακροτέρης
- μακρόςlongfem gen comp sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ξυλοκαΐνη — η (φαρμ.) τοπικό αναισθητικό μεγαλύτερης, ταχύτερης και μακρότερης δράσης από την προκαΐνη αλλά τής ίδιας τοξικότητας με αυτήν … Dictionary of Greek
τέχνη — Σε γενική έννοια, τ. ονομάζεται κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα που, χρησιμοποιώντας διάφορες γνώσεις, τις εφαρμόζει για την πραγματοποίηση ενός ορισμένου σκοπού. Η εκδοχή αυτή περικλείει με τη σειρά της 3 ξεχωριστές έννοιες του όρου: την αισθητική… … Dictionary of Greek
φωνήεν — εντος, το / φωνῆεν, ΝΜΑ 1. γραμμ. φθόγγος που μπορεί να εκφωνηθεί μόνος του, που μπορεί να σχηματίσει μόνος του συλλαβή (α. «τα φωνήεντα είναι επτά, τα: α, ε, η, ι, ο, υ και ω» β. «φωνήεντα δὲ ἐστι τῶν στοιχείων ἑπτά», Διογ. Λαέρ.) 2. φρ. α)… … Dictionary of Greek